-
1 ουρά
[ура] ουσ. Θ. хвост, очередьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ουρά
-
2 ура
[ουρά] επίφ. ζήτω -
3 ура
[ουρά] επίφ. ζήτω -
4 хвост
-а α.1. η ουρά•махать -ом κουνώ την ουρά•
конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•
собачий хвост η ουρά του σκύλου•
хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•
хвост птиц η ουρά. των πουλιών•
распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.
2. το πίσω μέρος γενικά•хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•
хвост комета η ουρά του κομήτη•
платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•
хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•
хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.
3. η σειρά•хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•
стоять в -е στέκομαι στη σειρά.
4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•
студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).
5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.εκφρ.задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•быть, идти – κ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα. -
5 хвост
хвостм1. ἡ οὐρά:распустить \хвост (о павлине) ξεδιπλώνω τήν οὐρά· поджать \хвост а) βάζω τήν οὐρά στά σκέλια, μαζεύω τήν οὐρά, б) перен συμμαζεύομαι· задрать \хвост а) σηκώνω τήν οὐρά μου, б) перен τό παίρνω ἀπάνω μου· вилять \хвосто́м а) κουνῶ τήν οὐρά (о собаке), б) перен στέκω σούζα·2. (концевая часть) ἡ οὐρά:\хвост самолета ἡ οὐρά τοῦ ἀεροπλάνου· \хвост колонны ἡ οὐρά τής φάλαγγας·3. (очередь) разг ἡ οὐρά, ἡ σειρά:стоять в \хвосте στέκομαι στήν οὐρά· ◊ накрутить \хвост кому-л. δείχω πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκκος· показать \хвост разг τό στρίβω· плестись в \хвосте μένω πίσω, καθυστερώ· (н) в \хвост и в гриву (гнать, погонять и т. п.) δέν ἀφήνω σέ χλωρό κλαρί· псу под \хвост разг στον ἀέρα, ἀδικα. -
6 очередь
очередь ж 1) (порядковый номер) η σειρά 2) (группа людей) η σειρά, η ουρά ◇ в первую \очередь πρώτα, πριν απ'όλα* * *ж1) ( порядковый номер) η σειρά2) ( группа людей) η σειρά, η ουρά••в пе́рвую о́чередь — πρώτα, πριν απ'όλα
-
7 хвост
-
8 вильнуть
вильнутьсов, вилять несов1. (хвостом) κουνῶ τήν οὐρά[ν], σείω τήν οὐρά[ν]·2. перен разг ξεφεύγω, τά κλώθω, ὑπεκφεύγω. -
9 очередность
очередност||ь ж ἡ κανονική διαδοχή, ἡ σειρά:в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά· установить \очередность καθορίζω τήν σειρά[ν], καθορίζω τήν προτεραιότητα о́черед||ь ж1. (последовательность) ἡ σειρά, ἡ ἀράδα:по \очередностьи μέ τήν σειρά· теперь \очередность за вами τώρα εἶναι ἡ σειρά σας· в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά·2. (группа людей) ἡ γραμμή, ἡ οὐρά, ἡ σειρά:живая \очередность ἡ οὐρά·3. воен. ἡ ριπή:пулеметная \очередность ἡ ριπή πολυβόλου· ◊ в свою \очередность μέ τήν σειρά του· в первую \очередность πρίν ἀπ· ὀλα, πρωτίστως. -
10 раковый
раков||ый Iприл τοῦ κάβουρα, τοῦ καβουριοῦ, τοῦ ἀστακοῦ:\раковый суп σούπα ἀπό καβούρια· \раковыйая шейка ἡ οὐρά τής καραβίδας, ἡ οὐρά τοῦ ἀστακοῦ.раков||ый IIприл мед. καρκινώδης· \раковыйая опухоль καρκινώδης ὅγκος. -
11 короткохвостый
επ., βρ: -ост, -а, -оμε μικρή ουρά•-ая обезьяна πίθηκος με μικρή ουρά.
-
12 острохвостый
επ., βρ: -хвост, -а, -оπου έχει αιχμηρή ουρά•-ая птица πουλί με μυτερή ουρά.
-
13 черёд
-реда, προθτ. о -е, в -у α. σειρά, αράδα•теперь твой черёд τώρα είναι η σειρά σου.
(απλ.) ουρά•стоять в -у στέκομαι στην ουρά (για κάτι).
εκφρ.идти своим -ом – ακολουθώ την κανονική πορεία, εξελίσσομαι ομαλά•в свой черёд – (απλ.) με τη σειρά του ο καθένας. -
14 змея
1. зоол. о όφις, το φίδι 2. астр. о Όφις (Ουρά και Κεφαλή) (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > змея
-
15 кабрирование
η ουραία επιβάρυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабрирование
-
16 лацпорт
мор. η θύρα του παραπέτου, η πόρτα, η Ούρατο άνοιγμα για τους επιβάτες ή το φορτίο, входной - εισόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лацпорт
-
17 рояль
το κλειδοκύμβαλο, разг. το πιάνο με ουρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рояль
-
18 стержень
тех. το στέλεχοςη ράβδοςη βέργα (ξεν.)ο μοχλόςтяговый - η ράβδος ελκυσμού/ρημούλκησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стержень
-
19 урацил
(физиол., микробиол.) η ουρα-κύλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > урацил
-
20 урина
мед. (моча) το ούρο, τα ούρα (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > урина
См. также в других словарях:
οὐρά — οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc/acc dual οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρᾷ — οὐρά tail fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
ουρά — η 1. το άκρο όπου τελειώνει η σπονδυλική στήλη των σπονδυλωτών ζώων: Ουρά του ελέφαντα, του αλόγου κτλ. 2. μτφ., καθετί που μοιάζει με ουρά: Ουρά χαρταετού, φορέματος, του γράμματος ρ, του αεροπλάνου κτλ. 3. οπισθοφυλακή στρατεύματος. 4. το τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
ούρα — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
οὖρα — οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc pl οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχτοκουλ(λ)ούρα — η, Ν κουλούρα ψημένη σε καυτή στάχτη, στη χόβολη … Dictionary of Greek
κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίας — οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem acc pl οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)